τεχνήεις — cunningly wrought masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνήεντα — τεχνήεις cunningly wrought neut nom/voc/acc pl τεχνήεις cunningly wrought masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνηέντως — τεχνήεις cunningly wrought indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνῆσσαι — τεχνήεις cunningly wrought fem nom pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνήεντες — τεχνήεις cunningly wrought masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνήεντι — τεχνήεις cunningly wrought masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνήεντος — τεχνήεις cunningly wrought masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνήεσσα — τεχνήεις cunningly wrought fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
τελήεις — και τελέεις, εσσα, εν, Α 1. άρτιος, τέλειος («οὔ σφιν ἔρεξα τεληέσσας ἑκατόμβας», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για οιωνό) αυτός που επαληθεύεται («τεληέντων οἰωνῶν», Ύμν. Ερμ.) 3. (για προφητεία) βέβαιος («τελέεντ ἔπεα», Τυρτ.) 4. φρ. «ὠκεανοῑο τελήεντος… … Dictionary of Greek