τεχνήεις

τεχνήεις
-εσσα, -ήεν, Α·1. αυτός που κατασκευάστηκε έντεχνα
2. (για πρόσ.) επιδέξιος, επιτήδειος.
επίρρ...
τεχνηέντως ΝΑ
με επιτήδειο, με έντεχνο τρόπο, με τέχνη («αὐτὰρ ὁ πηδαλίῳ ἰθύνετο τεχνηέντως ἥμενος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + κατάλ. -(ή)εις (βλ. λ. -όεις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τεχνήεις — cunningly wrought masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνήεντα — τεχνήεις cunningly wrought neut nom/voc/acc pl τεχνήεις cunningly wrought masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνηέντως — τεχνήεις cunningly wrought indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνῆσσαι — τεχνήεις cunningly wrought fem nom pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνήεντες — τεχνήεις cunningly wrought masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνήεντι — τεχνήεις cunningly wrought masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνήεντος — τεχνήεις cunningly wrought masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνήεσσα — τεχνήεις cunningly wrought fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • τελήεις — και τελέεις, εσσα, εν, Α 1. άρτιος, τέλειος («οὔ σφιν ἔρεξα τεληέσσας ἑκατόμβας», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για οιωνό) αυτός που επαληθεύεται («τεληέντων οἰωνῶν», Ύμν. Ερμ.) 3. (για προφητεία) βέβαιος («τελέεντ ἔπεα», Τυρτ.) 4. φρ. «ὠκεανοῑο τελήεντος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”